- καμιά εκατοστή (kamiá ekatostí, “100ish”)
- εκατομμυριούχος m, f (ekatommyrioúchos, “millionaire”)
- εκατομμύριο (ekatommýrio, “million”)
- εκατοντάδα (ekatontáda, “set of 100”)
- εκατονταετής (ekatontaetís, “centenarian, of 100 years”)
- εκατονταετία (ekatontaetía, “100y, century”)
- εκατονταετηρίδα (ekatontaetirída, “century, centenary”)
- εκατονταπλάσιος (ekatontaplásios, “100fold”)
- εκατονταρχία f (ekatontarchía, “centurian”)
- εκατοστίζω (ekatostízo, “to be 100y old”)
- εκατοστημόριο (ekatostimório, “1/100”)
- εκατοστό (ekatostó, “1cm”)
|
|
- εκατοστόγραμμο n (ekatostógrammo, “1 centigram”)
- εκατοστόμετρο (ekatostómetro, “1cm”)
- εκατοστόμετρον (ekatostómetron, “1cm”)
- εκατοστός πρώτος (ekatostós prótos, “101st”)
- εκατοστός (ekatostós, “1/100”)
- εκατό ένα (ekató éna, “101”)
- εκατόμβη (ekatómvi, “hecatomb”)
- εκατόνταρχος m (ekatóntarchos, “centurian”)
- εκατόχρονος (ekatóchronos, “100 year”) (adj)
- κατοστάρι (katostári, “100 euro note, 100m race, etc”)
- κατοστάρικο (katostáriko, “100 euro note”)
- τοις εκατό (tois ekató, “per cent”)
|