Definify.com

Definition 2024


εκατονταρχία

εκατονταρχία

Greek

Noun

εκατονταρχία (ekatontarchía) f (plural εκατονταρχίες)

  1. (military, historical) century (unit in the Ottoman and Roman armies)

Declension

Related terms

  • and see: εκατό n (ekató, hundred, 100)

See also