Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
τοις_εκατό
τοις εκατό
Greek
Alternative forms
τοις εκατόν
(
tois ekatón
)
τα εκατό
(
ta ekató
)
Noun
τοις
εκατό
•
(
tois ekató
)
n
percent
,
per cent
δύο
τοις εκατό
(
two percent
)
Synonyms
ποσοστό
n
(
posostó
)
External links
τοις εκατό
on the Greek Wikipedia.
Wikipedia
el
Similar Results