Definify.com
Definition 2024
ποσοστό
ποσοστό
Greek
Noun
ποσοστό • (posostó) n (plural ποσοστά)
- percentage
- το ελάχιστο ποσοστό (tiny percentage)
Declension
declension of ποσοστό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ποσοστό | ποσοστά |
genitive | ποσοστού | ποσοστών |
accusative | ποσοστό | ποσοστά |
vocative | ποσοστό | ποσοστά |
Synonyms
- τοις εκατό n (tois ekató)