Definify.com

Definition 2024


εκατόχρονος

εκατόχρονος

Greek

Adjective

εκατόχρονος (ekatóchronos) m (feminine εκατόχρονη, neuter εκατόχρονο)

  1. pertaining to a century or 100 years

Declension

Related terms

  • and see: εκατό n (ekató, hundred, 100)