Definify.com
Definition 2024
εκατόχρονος
εκατόχρονος
Greek
Adjective
εκατόχρονος • (ekatóchronos) m (feminine εκατόχρονη, neuter εκατόχρονο)
- pertaining to a century or 100 years
Declension
positive forms of εκατόχρονος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκατόχρονος | εκατόχρονη | εκατόχρονο | εκατόχρονοι | εκατόχρονες | εκατόχρονα |
genitive | εκατόχρονου | εκατόχρονης | εκατόχρονου | εκατόχρονων | εκατόχρονων | εκατόχρονων |
accusative | εκατόχρονο | εκατόχρονη | εκατόχρονο | εκατόχρονους | εκατόχρονες | εκατόχρονα |
vocative | εκατόχρονε | εκατόχρονη | εκατόχρονο | εκατόχρονοι | εκατόχρονες | εκατόχρονα |
Related terms
- εκατονταρχία m (ekatontarchía, “century”)
- and see: εκατό n (ekató, “hundred, 100”)