Definify.com
Definition 2024
εκτελεστικά_αποσπάσματα
εκτελεστικά αποσπάσματα
Greek
Noun
εκτελεστικά αποσπάσματα • (ektelestiká apospásmata) n
- Plural form of εκτελεστικό απόσπασμα (ektelestikó apóspasma).
εκτελεστικά αποσπάσματα • (ektelestiká apospásmata) n