Definify.com

Definition 2024


εκτελεστικά_αποσπάσματα

εκτελεστικά αποσπάσματα

Greek

Noun

εκτελεστικά αποσπάσματα (ektelestiká apospásmata) n

  1. Plural form of εκτελεστικό απόσπασμα (ektelestikó apóspasma).