Definify.com
Definition 2024
εκφοβιστικά
εκφοβιστικά
Greek
Adjective
εκφοβιστικά • (ekfovistiká)
- Nominative neuter plural form of εκφοβιστικός (ekfovistikós).
- Accusative neuter plural form of εκφοβιστικός (ekfovistikós).
- Vocative neuter plural form of εκφοβιστικός (ekfovistikós).