Definify.com
Definition 2024
εκφοβιστικός
εκφοβιστικός
Greek
Adjective
εκφοβιστικός • (ekfovistikós) m (feminine εκφοβιστική, neuter εκφοβιστικό)
Declension
positive forms of εκφοβιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εκφοβιστικός | εκφοβιστική | εκφοβιστικό | εκφοβιστικοί | εκφοβιστικές | εκφοβιστικά |
genitive | εκφοβιστικού | εκφοβιστικής | εκφοβιστικού | εκφοβιστικών | εκφοβιστικών | εκφοβιστικών |
accusative | εκφοβιστικό | εκφοβιστική | εκφοβιστικό | εκφοβιστικούς | εκφοβιστικές | εκφοβιστικά |
vocative | εκφοβιστικέ | εκφοβιστική | εκφοβιστικό | εκφοβιστικοί | εκφοβιστικές | εκφοβιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εκφοβιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εκφοβιστικός, etc.) |
Synonyms
- απειλητικός (apeilitikós)