Definify.com

Definition 2024


εκφοβιστική

εκφοβιστική

Greek

Adjective

εκφοβιστική (ekfovistikí)

  1. Nominative feminine singular form of εκφοβιστικός (ekfovistikós).
  2. Accusative feminine singular form of εκφοβιστικός (ekfovistikós).
  3. Vocative feminine singular form of εκφοβιστικός (ekfovistikós).