Definify.com

Definition 2024


ελληνοαμερικάνος

ελληνοαμερικάνος

Greek

Adjective

ελληνοαμερικάνος (ellinoamerikános) m (feminine ελληνοαμερικάνη, neuter ελληνοαμερικάνο)

  1. Greek American (of people of Greek ethnicity living in USA)

Declension