Definify.com
Definition 2024
εμμηνόπαυση
εμμηνόπαυση
Greek
Noun
εμμηνόπαυση • (emminópafsi) f (uncountable)
Declension
Declension of εμμηνόπαυση (emminópafsi)
singular | |
---|---|
nominative | εμμηνόπαυση |
genitive | εμμηνόπαυσης / εμμηνοπαύσεως |
accusative | εμμηνόπαυση |
vocative | εμμηνόπαυση |