Definify.com
Definition 2024
εμπειρογνώμων
εμπειρογνώμων
Greek
Adjective
εμπειρογνώμων • (empeirognómon) m (feminine εμπειρογνώμων, neuter εμπειρογνώμον)
Declension
positive forms of εμπειρογνώμων
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εμπειρογνώμων | εμπειρογνώμων | εμπειρογνώμον | εμπειρογνώμονες | εμπειρογνώμονες | εμπειρογνώμονα |
genitive | εμπειρογνώμονος | εμπειρογνώμονος | εμπειρογνώμονος | εμπειρογνωμόνων | εμπειρογνωμόνων | εμπειρογνωμόνων |
accusative | εμπειρογνώμονα | εμπειρογνώμονα | εμπειρογνώμον | εμπειρογνώμονες | εμπειρογνώμονες | εμπειρογνώμονα |
Noun
εμπειρογνώμων • (empeirognómon) m, f (plural εμπειρογνώμονες)
Declension
declension of εμπειρογνώμων
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπειρογνώμων | εμπειρογνώμονες |
genitive | εμπειρογνώμονος | εμπειρογνωμόνων |
accusative | εμπειρογνώμονα | εμπειρογνώμονες |
vocative | εμπειρογνώμων | εμπειρογνώμονες |