Definify.com

Definition 2024


εμπιστευτικά

εμπιστευτικά

Greek

Adverb

εμπιστευτικά (empisteftiká)

  1. confidentially
    Του μίλησε εμπιστευτικά για την αρρώστια του.
    Tou mílise empisteftiká gia tin arróstia tou.
    She spoke to him confidentially about his illness.

Related terms

Adjective

εμπιστευτικά (empisteftiká)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of εμπιστευτικός (empisteftikós).