Definify.com
Definition 2024
εμπιστευτικά
εμπιστευτικά
Greek
Adverb
εμπιστευτικά • (empisteftiká)
- confidentially
- Του μίλησε εμπιστευτικά για την αρρώστια του.
- Tou mílise empisteftiká gia tin arróstia tou.
- She spoke to him confidentially about his illness.
- Του μίλησε εμπιστευτικά για την αρρώστια του.
Related terms
- εμπιστευτικός (empisteftikós, “confidential”)
Adjective
εμπιστευτικά • (empisteftiká)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of εμπιστευτικός (empisteftikós).