Definify.com
Definition 2024
εμπιστευτικός
εμπιστευτικός
Greek
Adjective
εμπιστευτικός • (empisteftikós) m (feminine εμπιστευτική, neuter εμπιστευτικό)
Declension
positive forms of εμπιστευτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εμπιστευτικός | εμπιστευτική | εμπιστευτικό | εμπιστευτικοί | εμπιστευτικές | εμπιστευτικά |
genitive | εμπιστευτικού | εμπιστευτικής | εμπιστευτικού | εμπιστευτικών | εμπιστευτικών | εμπιστευτικών |
accusative | εμπιστευτικό | εμπιστευτική | εμπιστευτικό | εμπιστευτικούς | εμπιστευτικές | εμπιστευτικά |
vocative | εμπιστευτικέ | εμπιστευτική | εμπιστευτικό | εμπιστευτικοί | εμπιστευτικές | εμπιστευτικά |
Related terms
- εμπιστευτικά (empisteftiká, “confidentially”)