Definify.com

Definition 2024


εμπιστευτική

εμπιστευτική

Greek

Adjective

εμπιστευτική (empisteftikí)

  1. Nominative feminine singular form of εμπιστευτικός (empisteftikós).
  2. Accusative feminine singular form of εμπιστευτικός (empisteftikós).
  3. Vocative feminine singular form of εμπιστευτικός (empisteftikós).