Definify.com
Definition 2024
εμπιστευτικού
εμπιστευτικού
Greek
Adjective
εμπιστευτικού • (empisteftikoú)
- Genitive masculine singular form of εμπιστευτικός (empisteftikós).
- Genitive neuter singular form of εμπιστευτικός (empisteftikós).
εμπιστευτικού • (empisteftikoú)