Definify.com
Definition 2024
ενδιάμεση
ενδιάμεση
Greek
Adjective
ενδιάμεση • (endiámesi)
- Nominative feminine singular form of ενδιάμεσος (endiámesos).
- Accusative feminine singular form of ενδιάμεσος (endiámesos).
- Vocative feminine singular form of ενδιάμεσος (endiámesos).