Definify.com
Definition 2024
ενδιάμεσος
ενδιάμεσος
Greek
Adjective
ενδιάμεσος • (endiámesos) m (feminine ενδιάμεση, neuter ενδιάμεσο)
- intermediate (occurring between two extremes, or in the middle of a range)
Declension
positive forms of ενδιάμεσος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενδιάμεσος | ενδιάμεση | ενδιάμεσο | ενδιάμεσοι | ενδιάμεσες | ενδιάμεσα |
genitive | ενδιάμεσου | ενδιάμεσης | ενδιάμεσου | ενδιάμεσων | ενδιάμεσων | ενδιάμεσων |
accusative | ενδιάμεσο | ενδιάμεση | ενδιάμεσο | ενδιάμεσους | ενδιάμεσες | ενδιάμεσα |
vocative | ενδιάμεσε | ενδιάμεση | ενδιάμεσο | ενδιάμεσοι | ενδιάμεσες | ενδιάμεσα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιάμεσος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιάμεσος, etc.) |