Definify.com
Definition 2024
ενδιαφέρον
ενδιαφέρον
Greek
Noun
ενδιαφέρον • (endiaféron) n (plural ενδιαφέροντα)
- interest (attention shown)
Declension
declension of ενδιαφέρον
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντα |
genitive | ενδιαφέροντος | ενδιαφερόντων |
accusative | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντα |
vocative | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντα |
Adjective
ενδιαφέρον • (endiaféron)
- Nominative neuter singular form of ενδιαφέρων (endiaféron).
- Accusative neuter singular form of ενδιαφέρων (endiaféron).