Definify.com
Definition 2025
ενδιαφέρων
ενδιαφέρων
Greek
Adjective
ενδιαφέρων • (endiaféron) m (feminine ενδιαφέρουσα, neuter ενδιαφέρον)
Declension
 positive forms of ενδιαφέρων
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ενδιαφέρων | ενδιαφέρουσα | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντες | ενδιαφέρουσες | ενδιαφέροντα | 
| genitive | ενδιαφέροντος | ενδιαφερούσης / ενδιαφέρουσας | ενδιαφέροντος | ενδιαφερόντων | ενδιαφερουσών1 | ενδιαφερόντων | 
| accusative | ενδιαφέροντα | ενδιαφέρουσα | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντες | ενδιαφέρουσες | ενδιαφέροντα | 
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιαφέρων, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιαφέρων, etc.) | |||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ενδιαφερότερος | ενδιαφερότερη | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότεροι | ενδιαφερότερες | ενδιαφερότερα | 
| genitive | ενδιαφερότερου | ενδιαφερότερης | ενδιαφερότερου | ενδιαφερότερων | ενδιαφερότερων | ενδιαφερότερων | 
| accusative | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότερη | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότερους | ενδιαφερότερες | ενδιαφερότερα | 
| vocative | ενδιαφερότερε | ενδιαφερότερη | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότεροι | ενδιαφερότερες | ενδιαφερότερα | 
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ενδιαφερότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ενδιαφερότατος | ενδιαφερότατη | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατοι | ενδιαφερότατες | ενδιαφερότατα | 
| genitive | ενδιαφερότατου | ενδιαφερότατης | ενδιαφερότατου | ενδιαφερότατων | ενδιαφερότατων | ενδιαφερότατων | 
| accusative | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατη | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατους | ενδιαφερότατες | ενδιαφερότατα | 
| vocative | ενδιαφερότατε | ενδιαφερότατη | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατοι | ενδιαφερότατες | ενδιαφερότατα | 
See also
- ενδιαφέρον n (endiaféron) (endiaféron)