Definify.com
Definition 2024
ενδιαφέρων
ενδιαφέρων
Greek
Adjective
ενδιαφέρων • (endiaféron) m (feminine ενδιαφέρουσα, neuter ενδιαφέρον)
Declension
positive forms of ενδιαφέρων
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενδιαφέρων | ενδιαφέρουσα | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντες | ενδιαφέρουσες | ενδιαφέροντα |
genitive | ενδιαφέροντος | ενδιαφερούσης / ενδιαφέρουσας | ενδιαφέροντος | ενδιαφερόντων | ενδιαφερουσών1 | ενδιαφερόντων |
accusative | ενδιαφέροντα | ενδιαφέρουσα | ενδιαφέρον | ενδιαφέροντες | ενδιαφέρουσες | ενδιαφέροντα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενδιαφέρων, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενδιαφέρων, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενδιαφερότερος | ενδιαφερότερη | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότεροι | ενδιαφερότερες | ενδιαφερότερα |
genitive | ενδιαφερότερου | ενδιαφερότερης | ενδιαφερότερου | ενδιαφερότερων | ενδιαφερότερων | ενδιαφερότερων |
accusative | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότερη | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότερους | ενδιαφερότερες | ενδιαφερότερα |
vocative | ενδιαφερότερε | ενδιαφερότερη | ενδιαφερότερο | ενδιαφερότεροι | ενδιαφερότερες | ενδιαφερότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ενδιαφερότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενδιαφερότατος | ενδιαφερότατη | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατοι | ενδιαφερότατες | ενδιαφερότατα |
genitive | ενδιαφερότατου | ενδιαφερότατης | ενδιαφερότατου | ενδιαφερότατων | ενδιαφερότατων | ενδιαφερότατων |
accusative | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατη | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατους | ενδιαφερότατες | ενδιαφερότατα |
vocative | ενδιαφερότατε | ενδιαφερότατη | ενδιαφερότατο | ενδιαφερότατοι | ενδιαφερότατες | ενδιαφερότατα |
See also
- ενδιαφέρον n (endiaféron) (endiaféron)