Definify.com
Definition 2024
ενθάρρυνση
ενθάρρυνση
Greek
Noun
ενθάρρυνση • (enthárrynsi) f (plural ενθαρρύνσεις)
Declension
declension of ενθάρρυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενθάρρυνση | ενθαρρύνσεις |
genitive | ενθάρρυνσης / ενθαρρύνσεως | ενθαρρύνσεων |
accusative | ενθάρρυνση | ενθαρρύνσεις |
vocative | ενθάρρυνση | ενθαρρύνσεις |
Synonyms
- εμψύχωση f (empsýchosi, “encouragement”)
- παρότρυνση f (parótrynsi, “encouragement”)