Definify.com
Definition 2024
παρότρυνση
παρότρυνση
Greek
Noun
παρότρυνση • (parótrynsi) f (plural παροτρύνσεις)
Declension
declension of παρότρυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παρότρυνση | παροτρύνσεις |
genitive | παρότρυνσης / παροτρύνσεως | παροτρύνσεων |
accusative | παρότρυνση | παροτρύνσεις |
vocative | παρότρυνση | παροτρύνσεις |
Synonyms
- εμψύχωση f (empsýchosi, “encouragement”)
- ενθάρρυνση f (enthárrynsi, “encouragement”)