Definify.com

Definition 2024


παρότρυνση

παρότρυνση

Greek

Noun

παρότρυνση (parótrynsi) f (plural παροτρύνσεις)

  1. encouragement

Declension

Synonyms

  • εμψύχωση f (empsýchosi, encouragement)
  • ενθάρρυνση f (enthárrynsi, encouragement)