Definify.com

Definition 2024


ενυδατικός

ενυδατικός

Greek

Adjective

ενυδατικός (enydatikós) m (feminine ενυδατική, neuter ενυδατικό)

  1. hydrating
  2. moisturising (UK), moisturizing (US)
    ενυδατική κρέμαenydatikí kréma ― moisturising cream

Declension

Related terms