Definify.com
Definition 2024
εξαγωνικός
εξαγωνικός
Greek
Adjective
εξαγωνικός • (exagonikós) m (feminine εξαγωνική, neuter εξαγωνικό)
Declension
positive forms of εξαγωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξαγωνικός | εξαγωνική | εξαγωνικό | εξαγωνικοί | εξαγωνικές | εξαγωνικά |
genitive | εξαγωνικού | εξαγωνικής | εξαγωνικού | εξαγωνικών | εξαγωνικών | εξαγωνικών |
accusative | εξαγωνικό | εξαγωνική | εξαγωνικό | εξαγωνικούς | εξαγωνικές | εξαγωνικά |
vocative | εξαγωνικέ | εξαγωνική | εξαγωνικό | εξαγωνικοί | εξαγωνικές | εξαγωνικά |
Related terms
- εξάγωνο (exágono, “hexagonal”)