Definify.com
Definition 2024
εξηκοστός
εξηκοστός
See also: ἑξηκοστός
Greek
Adjective
εξηκοστός • (exikostós) m (feminine εξηκοστή, neuter εξηκοστό)
- sixtieth (the ordinal form of the number sixty)
Declension
positive forms of εξηκοστός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξηκοστός | εξηκοστή | εξηκοστό | εξηκοστοί | εξηκοστές | εξηκοστά |
genitive | εξηκοστού | εξηκοστής | εξηκοστού | εξηκοστών | εξηκοστών | εξηκοστών |
accusative | εξηκοστό | εξηκοστή | εξηκοστό | εξηκοστούς | εξηκοστές | εξηκοστά |
vocative | εξηκοστέ | εξηκοστή | εξηκοστό | εξηκοστοί | εξηκοστές | εξηκοστά |