Definify.com
Definition 2024
εξημερώνομαι
εξημερώνομαι
Greek
Verb
εξημερώνομαι • (eximerónomai) (simple past εξημερώθηκα, active form εξημερώνω, passive)
- passive of εξημερώνω (eximeróno)
Conjugation
εξημερώνομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | εξημερώνομαι | θα εξημερώνομαι | εξημερωνόμουν, εξημερωνόμουνα |
2nd person | εξημερώνεσαι | θα εξημερώνεσαι | εξημερωνόσουν, εξημερωνόσουνα | |
3rd person | εξημερώνεται | θα εξημερώνεται | εξημερωνόταν, εξημερωνότανε | |
1st person | pl | εξημερωνόμαστε | θα εξημερωνόμαστε | εξημερωνόμασταν, εξημερωνόμαστε2 |
2nd person | εξημερώνεστε, εξημερωνόσαστε1 | θα εξημερώνεστε, εξημερωνόσαστε1 | εξημερωνόσασταν, εξημερωνόσαστε2 | |
3rd person | εξημερώνονται | θα εξημερώνονται | εξημερώνονταν, εξημερωνόντανε, εξημερωνόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | εξημερωθώ | θα εξημερωθώ | εξημερώθηκα |
2nd person | εξημερωθείς | θα εξημερωθείς | εξημερώθηκες | |
3rd person | εξημερωθεί | θα εξημερωθεί | εξημερώθηκε | |
1st person | pl | εξημερωθούμε | θα εξημερωθούμε | εξημερωθήκαμε |
2nd person | εξημερωθείτε | θα εξημερωθείτε | εξημερωθήκατε | |
3rd person | εξημερωθούν, εξημερωθούνε | θα εξημερωθούν, θα εξημερωθούνε | εξημερώθηκαν, εξημερωθήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | εξημερώσου | |
2nd person | pl | —3 | εξημερωθείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω εξημερωθεί, έχεις εξημερωθεί έχει εξημερωθεί, … | |||
Future perfect | θα έχω εξημερωθεί, θα έχεις εξημερωθεί, θα έχει εξημερωθεί, … | |||
Past perfect | είχα εξημερωθεί, είχες εξημερωθεί, είχε εξημερωθεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||