Definify.com
Definition 2024
εξολοθρεύομαι
εξολοθρεύομαι
Greek
Verb
εξολοθρεύομαι • (exolothrévomai) (simple past εξολοθρεύτηκα or εξολοθρεύθηκα, active form εξολοθρεύω, passive)
- passive of εξολοθρεύω (exolothrévo)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.