Definify.com
Definition 2024
εξολοθρεύω
εξολοθρεύω
Greek
Verb
εξολοθρεύω • (exolothrévo) (simple past εξολόθρευσα or εξολόθρεψα, passive form εξολοθρεύομαι)
Conjugation
εξολοθρεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | εξολοθρεύω | εξολόθρευα | θα εξολοθρεύω | να εξολοθρεύω | |
2s | εξολοθρεύεις | εξολόθρευες | θα εξολοθρεύεις | να εξολοθρεύεις | εξολόθρευε |
3s | εξολοθρεύει | εξολόθρευε | θα εξολοθρεύει | να εξολοθρεύει | |
1p | εξολοθρεύουμε, εξολοθρεύομε | εξολοθρεύαμε | θα εξολοθρεύουμε, εξολοθρεύομε | να εξολοθρεύουμε, εξολοθρεύομε | |
2p | εξολοθρεύετε | εξολοθρεύατε | θα εξολοθρεύετε | να εξολοθρεύετε | εξολοθρεύετε |
3p | εξολοθρεύουν, εξολοθρεύουνε | εξολόθρευαν, εξολοθρεύαν, εξολοθρεύανε | θα εξολοθρεύουν, εξολοθρεύουνε | να εξολοθρεύουν, εξολοθρεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | εξολοθρεύσω | εξολόθρευσα | θα εξολοθρεύσω | να εξολοθρεύσω | |
2s | εξολοθρεύσεις | εξολόθρευσες | θα εξολοθρεύσεις | να εξολοθρεύσεις | εξολόθρευσε |
3s | εξολοθρεύσει | εξολόθρευσε | θα εξολοθρεύσει | να εξολοθρεύσει | |
1p | εξολοθρεύσουμε, εξολοθρεύσομε | εξολοθρεύσαμε | θα εξολοθρεύσουμε, εξολοθρεύσομε | να εξολοθρεύσουμε, εξολοθρεύσομε | |
2p | εξολοθρεύσετε | εξολοθρεύσατε | θα εξολοθρεύσετε | να εξολοθρεύσετε | εξολοθρεύστε, εξολοθρεύτε |
3p | εξολοθρεύσουν, εξολοθρεύσουνε | εξολόθρευσαν, εξολοθρεύσαν, εξολοθρεύσανε | θα εξολοθρεύσουν, εξολοθρεύσουνε | να εξολοθρεύσουν, εξολοθρεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω εξολοθρεύσει | είχα εξολοθρεύσει | θα έχω εξολοθρεύσει | να έχω εξολοθρεύσει | |
2s | έχεις εξολοθρεύσει | είχες εξολοθρεύσει | θα έχεις εξολοθρεύσει | να έχεις εξολοθρεύσει | έχε εξολοθρευμένο |
3s | έχει εξολοθρεύσει | είχε εξολοθρεύσει | θα έχει εξολοθρεύσει | να έχει εξολοθρεύσει | |
1p | έχουμε εξολοθρεύσει | είχαμε εξολοθρεύσει | θα έχουμε εξολοθρεύσει | να έχουμε εξολοθρεύσει | |
2p | έχετε εξολοθρεύσει | είχατε εξολοθρεύσει | θα έχετε εξολοθρεύσει | να έχετε εξολοθρεύσει | έχετε εξολοθρευμένο |
3p | έχουν εξολοθρεύσει | είχαν εξολοθρεύσει | θα έχουν εξολοθρεύσει | να έχουν εξολοθρεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εξολοθρευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εξολοθρευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εξολοθρευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εξολοθρευμένο | ||||
Participle: | εξολοθρεύοντας | Non-finite ‡ | εξολοθρεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||