Definify.com
Definition 2024
εξομολογητής
εξομολογητής
Greek
Noun
εξομολογητής • (exomologitís) m (plural εξομολογητές, feminine εξομολογήτρια)
Declension
declension of εξομολογητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξομολογητής | εξομολογητές |
genitive | εξομολογητή | εξομολογητών |
accusative | εξομολογητή | εξομολογητές |
vocative | εξομολογητή | εξομολογητές |
Synonyms
- ομολογητής m (omologitís)