Definify.com
Definition 2024
ομολογητής
ομολογητής
Greek
Noun
ομολογητής • (omologitís) m (plural ομολογητές, feminine ομολογήτρια)
- confessor
- (Christianity) confessor (official designation of a person who acknowledges their Christian faith, especially when this risks their life)
- Θεοφάνης Ομολογητής (Theophanes the Confessor)
Declension
declension of ομολογητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομολογητής | ομολογητές |
genitive | ομολογητή | ομολογητών |
accusative | ομολογητή | ομολογητές |
vocative | ομολογητή | ομολογητές |
Synonyms
- εξομολογητής m (exomologitís)
Related terms
- ομολογώ (omologó, “to confess”)
- ομολογουμένως (omologouménos, “admittedly”) (adverb)