Definify.com
Definition 2024
εξωγήϊνος
εξωγήϊνος
See also: εξωγήινος
Greek
Adjective
εξωγήϊνος • (exogíïnos) m (feminine εξωγήϊνη, neuter εξωγήϊνο)
- Alternative form of εξωγήινος (exogíinos)
Declension
positive forms of εξωγήϊνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωγήϊνος | εξωγήϊνη | εξωγήϊνο | εξωγήϊνοι | εξωγήϊνες | εξωγήϊνα |
genitive | εξωγήϊνου | εξωγήϊνης | εξωγήϊνου | εξωγήϊνων | εξωγήϊνων | εξωγήϊνων |
accusative | εξωγήϊνο | εξωγήϊνη | εξωγήϊνο | εξωγήϊνους | εξωγήϊνες | εξωγήϊνα |
vocative | εξωγήϊνε | εξωγήϊνη | εξωγήϊνο | εξωγήϊνοι | εξωγήϊνες | εξωγήϊνα |
Noun
εξωγήϊνος • (exogíïnos) m (plural εξωγήϊνοι, feminine εξωγήϊνη)
- Alternative form of εξωγήινος (exogíinos)
Declension
declension of εξωγήϊνος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξωγήϊνος | εξωγήϊνοι |
genitive | εξωγήϊνου | εξωγήϊνων |
accusative | εξωγήϊνο | εξωγήϊνους |
vocative | εξωγήϊνε | εξωγήϊνοι |