Definify.com
Definition 2024
εξόριστους
εξόριστους
See also: εξορίστους
Greek
Adjective
εξόριστους • (exóristous)
- Accusative masculine plural form of εξόριστος (exóristos).
Noun
εξόριστους • (exóristous) m
- Accusative singular form of εξόριστος (exóristos).