Definify.com
Definition 2024
εξόριστος
εξόριστος
Greek
Adjective
εξόριστος • (exóristos) m (feminine εξόριστη, neuter εξόριστο)
Declension
positive forms of εξόριστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξόριστος | εξόριστη | εξόριστο | εξόριστοι | εξόριστες | εξόριστα |
genitive | εξόριστου | εξόριστης | εξόριστου | εξόριστων | εξόριστων | εξόριστων |
accusative | εξόριστο | εξόριστη | εξόριστο | εξόριστους | εξόριστες | εξόριστα |
vocative | εξόριστε | εξόριστη | εξόριστο | εξόριστοι | εξόριστες | εξόριστα |
Related terms
Noun
εξόριστος • (exóristos) m (plural εξόριστοι, feminine εξόριστη)
Declension
declension of εξόριστος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξόριστος | εξόριστοι |
genitive | εξόριστου / εξορίστου | εξόριστων / εξορίστων |
accusative | εξόριστο | εξόριστους / εξορίστους |
vocative | εξόριστε | εξόριστοι |