Definify.com
Definition 2024
επένδυση
επένδυση
Greek
Noun
επένδυση • (epéndysi) f (plural επενδύσεις)
Declension
declension of επένδυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επένδυση | επενδύσεις |
genitive | επένδυσης / επενδύσεως | επενδύσεων |
accusative | επένδυση | επενδύσεις |
vocative | επένδυση | επενδύσεις |