Definify.com
Definition 2024
επενδύτης
επενδύτης
See also: επενδυτής
Greek
Noun
επενδύτης • (ependýtis) m (plural επενδύτες)
Declension
declension of επενδύτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επενδύτης | επενδύτες |
genitive | επενδύτη | επενδυτών |
accusative | επενδύτη | επενδύτες |
vocative | επενδύτη | επενδύτες |
Synonyms
- πανωφόρι n (panofóri)