Definify.com
Definition 2024
επακόλουθο
επακόλουθο
Greek
Noun
επακόλουθο • (epakóloutho) n (plural επακόλουθα)
Declension
declension of επακόλουθο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επακόλουθο | επακόλουθα |
genitive | επακόλουθου | επακόλουθων |
accusative | επακόλουθο | επακόλουθα |
vocative | επακόλουθο | επακόλουθα |
Synonyms
- συνέπεια f (synépeia)