Definify.com
Definition 2024
συνέπεια
συνέπεια
Greek
Noun
συνέπεια • (synépeia) f (plural συνέπειες)
Declension
declension of συνέπεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνέπεια | συνέπειες |
genitive | συνέπειας | συνεπειών |
accusative | συνέπεια | συνέπειες |
vocative | συνέπεια | συνέπειες |
Synonyms
- επακόλουθο n (epakóloutho)