Definify.com
Definition 2024
επαναλαμβάνω
επαναλαμβάνω
Greek
Verb
επαναλαμβάνω • (epanalamváno) (simple past επανέλαβα, passive form επαναλαμβάνομαι)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
επαναλαμβάνω • (epanalamváno) (simple past επανέλαβα, passive form επαναλαμβάνομαι)
This verb needs an inflection-table template.