Definify.com
Definition 2024
επιδοκιμάζομαι
επιδοκιμάζομαι
Greek
Verb
επιδοκιμάζομαι • (epidokimázomai) (simple past επιδοκιμάστηκα, active form επιδοκιμάζω, passive)
- passive of επιδοκιμάζω (epidokimázo)
Conjugation
επιδοκιμάζομαι
Non-past tenses | Past tenses | |||
---|---|---|---|---|
Imperfective | Present | Continuous future | Imperfect | |
1st person | sg | επιδοκιμάζομαι | θα επιδοκιμάζομαι | επιδοκιμαζόμουν, επιδοκιμαζόμουνα |
2nd person | επιδοκιμάζεσαι | θα επιδοκιμάζεσαι | επιδοκιμαζόσουν, επιδοκιμαζόσουνα | |
3rd person | επιδοκιμάζεται | θα επιδοκιμάζεται | επιδοκιμαζόταν, επιδοκιμαζότανε | |
1st person | pl | επιδοκιμαζόμαστε | θα επιδοκιμαζόμαστε | επιδοκιμαζόμασταν, επιδοκιμαζόμαστε2 |
2nd person | επιδοκιμάζεστε, επιδοκιμαζόσαστε1 | θα επιδοκιμάζεστε, επιδοκιμαζόσαστε1 | επιδοκιμαζόσασταν, επιδοκιμαζόσαστε2 | |
3rd person | επιδοκιμάζονται | θα επιδοκιμάζονται | επιδοκιμάζονταν, επιδοκιμαζόντανε, επιδοκιμαζόντουσαν | |
Perfective | Dependent† | Simple future | Simple past (Aorist) | |
1st person | sg | επιδοκιμαστώ | θα επιδοκιμαστώ | επιδοκιμάστηκα |
2nd person | επιδοκιμαστείς | θα επιδοκιμαστείς | επιδοκιμάστηκες | |
3rd person | επιδοκιμαστεί | θα επιδοκιμαστεί | επιδοκιμάστηκε | |
1st person | pl | επιδοκιμαστούμε | θα επιδοκιμαστούμε | επιδοκιμαστήκαμε |
2nd person | επιδοκιμαστείτε | θα επιδοκιμαστείτε | επιδοκιμαστήκατε | |
3rd person | επιδοκιμαστούν, επιδοκιμαστούνε | θα επιδοκιμαστούν, θα επιδοκιμαστούνε | επιδοκιμάστηκαν, επιδοκιμαστήκανε | |
Imperative | Imperfective | Perfective | ||
2nd person | sg | —3 | επιδοκιμάσου | |
2nd person | pl | —3 | επιδοκιμαστείτε | |
Perfect tenses | ||||
Perfect | έχω επιδοκιμαστεί, έχεις επιδοκιμαστεί έχει επιδοκιμαστεί, … | |||
Future perfect | θα έχω επιδοκιμαστεί, θα έχεις επιδοκιμαστεί, θα έχει επιδοκιμαστεί, … | |||
Past perfect | είχα επιδοκιμαστεί, είχες επιδοκιμαστεί, είχε επιδοκιμαστεί, … | |||
Subjunctive | ||||
Continuous | The present tense form preceded by να, ας, etc | |||
Simple | The dependent form preceded by να, ας, etc | |||
Past perfect | The perfect tense form preceded by να, ας, etc | |||
When multiple forms are listed above the first will usually be the most common; additional forms may be rare and not given by all sources. | ||||
† The dependent form is not used independently, negative and tense forms of the verb are produced when the dependent is preceded by the appropriate particle. The dependent 3rd person singular, the non-finite form, is used with the auxiliary verb έχω in the most common perfect tense forms. 1. Colloquial forms 2. Identical to present tense form 3. The existance of these forms is doubtful | ||||