Definify.com
Definition 2024
επιθυμητοί
επιθυμητοί
Greek
Adjective
επιθυμητοί • (epithymitoí)
- Nominative masculine plural form of επιθυμητός (epithymitós).
- Vocative masculine plural form of επιθυμητός (epithymitós).
επιθυμητοί • (epithymitoí)