Definify.com
Definition 2024
επιθυμητός
επιθυμητός
Greek
Adjective
επιθυμητός • (epithymitós) m (feminine επιθυμητή, neuter επιθυμητό)
- desirable, [wanted]]
- welcome
- sexually attractive
Declension
positive forms of επιθυμητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιθυμητός | επιθυμητή | επιθυμητό | επιθυμητοί | επιθυμητές | επιθυμητά |
genitive | επιθυμητού | επιθυμητής | επιθυμητού | επιθυμητών | επιθυμητών | επιθυμητών |
accusative | επιθυμητό | επιθυμητή | επιθυμητό | επιθυμητούς | επιθυμητές | επιθυμητά |
vocative | επιθυμητέ | επιθυμητή | επιθυμητό | επιθυμητοί | επιθυμητές | επιθυμητά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιθυμητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιθυμητός, etc.) |
Related terms
Antonyms
- ανεπιθύμητος (anepithýmitos, “unwanted”)