Definify.com

Definition 2024


ανεπιθύμητος

ανεπιθύμητος

Greek

Adjective

ανεπιθύμητος (anepithýmitos) m (feminine ανεπιθύμητη, neuter ανεπιθύμητο)

  1. unwanted, undesired, unwelcome

Declension

Related terms

  • ανεπιθύμητο πρόσωπο (anepithýmito prósopo, persona non grata)

Synonyms

  • δυσάρεστος (dysárestos, unpleasant)

Antonyms