Definify.com
Definition 2024
επιληπτικούς
επιληπτικούς
Greek
Adjective
επιληπτικούς • (epiliptikoús)
- Accusative masculine plural form of επιληπτικός (epiliptikós).
Noun
επιληπτικούς • (epiliptikoús) m
- Accusative plural form of επιληπτικός (epiliptikós).