Definify.com
Definition 2024
επιληπτικός
επιληπτικός
Greek
Adjective
επιληπτικός • (epiliptikós) m (feminine επιληπτική, neuter επιληπτικό)
Declension
positive forms of επιληπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιληπτικός | επιληπτική | επιληπτικό | επιληπτικοί | επιληπτικές | επιληπτικά |
genitive | επιληπτικού | επιληπτικής | επιληπτικού | επιληπτικών | επιληπτικών | επιληπτικών |
accusative | επιληπτικό | επιληπτική | επιληπτικό | επιληπτικούς | επιληπτικές | επιληπτικά |
vocative | επιληπτικέ | επιληπτική | επιληπτικό | επιληπτικοί | επιληπτικές | επιληπτικά |
Noun
επιληπτικός • (epiliptikós) m (plural επιληπτικοί)
- A person who has epilepsy, an epileptic
Declension
declension of επιληπτικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιληπτικός | επιληπτικοί |
genitive | επιληπτικού | επιληπτικών |
accusative | επιληπτικό | επιληπτικούς |
vocative | επιληπτικέ | επιληπτικοί |