Definify.com
Definition 2024
επινεφρίνη
επινεφρίνη
Greek
Noun
επινεφρίνη • (epinefríni) f (uncountable)
Declension
Declension of επινεφρίνη (epinefríni)
singular | |
---|---|
nominative | επινεφρίνη |
genitive | επινεφρίνης |
accusative | επινεφρίνη |
vocative | επινεφρίνη |
Synonyms
- αδρεναλίνη f (adrenalíni)
External links
- Αδρεναλίνη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el