Definify.com
Definition 2024
επιστημονικός
επιστημονικός
Greek
Adjective
επιστημονικός • (epistimonikós) m (feminine επιστημονική, neuter επιστημονικό)
Declension
positive forms of επιστημονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιστημονικός | επιστημονική | επιστημονικό | επιστημονικοί | επιστημονικές | επιστημονικά |
genitive | επιστημονικού | επιστημονικής | επιστημονικού | επιστημονικών | επιστημονικών | επιστημονικών |
accusative | επιστημονικό | επιστημονική | επιστημονικό | επιστημονικούς | επιστημονικές | επιστημονικά |
vocative | επιστημονικέ | επιστημονική | επιστημονικό | επιστημονικοί | επιστημονικές | επιστημονικά |
Related terms
- see: επιστήμη f (epistími, “science”)