Definify.com
Definition 2024
επιτακτικοί
επιτακτικοί
Greek
Adjective
επιτακτικοί • (epitaktikoí)
- Nominative masculine plural form of επιτακτικός (epitaktikós).
- Vocative masculine plural form of επιτακτικός (epitaktikós).
επιτακτικοί • (epitaktikoí)