Definify.com
Definition 2025
επιτακτικός
επιτακτικός
Greek
Adjective
επιτακτικός • (epitaktikós) m (feminine επιτακτική, neuter επιτακτικό)
Declension
positive forms of επιτακτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | επιτακτικός | επιτακτική | επιτακτικό | επιτακτικοί | επιτακτικές | επιτακτικά |
| genitive | επιτακτικού | επιτακτικής | επιτακτικού | επιτακτικών | επιτακτικών | επιτακτικών |
| accusative | επιτακτικό | επιτακτική | επιτακτικό | επιτακτικούς | επιτακτικές | επιτακτικά |
| vocative | επιτακτικέ | επιτακτική | επιτακτικό | επιτακτικοί | επιτακτικές | επιτακτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιτακτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιτακτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | επιτακτικότερος | επιτακτικότερη | επιτακτικότερο | επιτακτικότεροι | επιτακτικότερες | επιτακτικότερα |
| genitive | επιτακτικότερου | επιτακτικότερης | επιτακτικότερου | επιτακτικότερων | επιτακτικότερων | επιτακτικότερων |
| accusative | επιτακτικότερο | επιτακτικότερη | επιτακτικότερο | επιτακτικότερους | επιτακτικότερες | επιτακτικότερα |
| vocative | επιτακτικότερε | επιτακτικότερη | επιτακτικότερο | επιτακτικότεροι | επιτακτικότερες | επιτακτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επιτακτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | επιτακτικότατος | επιτακτικότατη | επιτακτικότατο | επιτακτικότατοι | επιτακτικότατες | επιτακτικότατα |
| genitive | επιτακτικότατου | επιτακτικότατης | επιτακτικότατου | επιτακτικότατων | επιτακτικότατων | επιτακτικότατων |
| accusative | επιτακτικότατο | επιτακτικότατη | επιτακτικότατο | επιτακτικότατους | επιτακτικότατες | επιτακτικότατα |
| vocative | επιτακτικότατε | επιτακτικότατη | επιτακτικότατο | επιτακτικότατοι | επιτακτικότατες | επιτακτικότατα |
See also
- επίσημος (epísimos)
- προστακτικός (prostaktikós)