Definify.com
Definition 2025
επιτραπέζιος
επιτραπέζιος
Greek
Adjective
επιτραπέζιος • (epitrapézios) m (feminine επιτραπέζια, neuter επιτραπέζιο)
-  relating to table
- επιτραπέζιος οίνος (table wine)
 
-  relating to board
- επιτραπέζιο παιχνίδι (board game)
 
Declension
 positive forms of επιτραπέζιος
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | επιτραπέζιος | επιτραπέζια | επιτραπέζιο | επιτραπέζιοι | επιτραπέζιες | επιτραπέζια | 
| genitive | επιτραπέζιου | επιτραπέζιας | επιτραπέζιου | επιτραπέζιων | επιτραπέζιων | επιτραπέζιων | 
| accusative | επιτραπέζιο | επιτραπέζια | επιτραπέζιο | επιτραπέζιους | επιτραπέζιες | επιτραπέζια | 
| vocative | επιτραπέζιε | επιτραπέζια | επιτραπέζιο | επιτραπέζιοι | επιτραπέζιες | επιτραπέζια | 
Related terms
- επιτραπέζια αντισφαίριση f (epitrapézia antisfaírisi, “table tennis”)
- επιτραπέζιος οίνος m (epitrapézios oínos, “table wine”)
- επιτραπέζιο παιχνίδι n (epitrapézio paichnídi, “board game”)