Definify.com
Definition 2024
επομένως
επομένως
Greek
Adverb
επομένως • (epoménos)
- consequently, therefore, accordingly
- Ο πρόεδρος αρρώστησε· επομένως, δεν θα πραγματοποιηθεί η συνεδρίαση. ― O próedros arróstise; epoménos, den tha pragmatopoiitheí i synedríasi. ― The president fell ill; consequently, the meeting will not take place.
Synonyms
- κατά συνέπεια (katá synépeia)
- συνεπώς (synepós)
- άρα (ára)